- Κανωπικοῦ
- Κανωπικόνcakeneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κάνωπος ή Κάνωβος — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου (ΒΑ της Αλεξάνδρειας), τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στο Αμπουκίρ. Ήταν κυρίως γνωστή ως τόπος διαμονής των πλούσιων Αιγυπτίων και ως τόπος προσκυνήματος στον τοπικό ναό και μαντείο του Σέραπη. Με την Αλεξάνδρεια … Dictionary of Greek